συνανδρούμαι

συνανδρούμαι
-όομαι, Α [ἀνδροῡμαι]
1. ανδρώνομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον
2. συνεκδ. μεγαλώνω μαζί με άλλον («συνηνδροῡτο δ' αὐτῶν ταῑς ἡλικίαις ἡ διάθεσις», Ιώσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”